- προσκρουσμός
- ὁ, Α [προσκρούω]κρούση επάνω σε κάτι, πρόσκρουση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκρουσμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρουσμῶν — προσκρουσμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκρουσμόν — προσκρουσμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)